Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών κατά την προσυνοδική φάση (Α΄ Μέρος)

Original article on Amen.gr

 

Ας προχωρήσουμε στη συνέχεια σε μία πρώτη αξιολόγηση των διαχριστιανικών διαλόγων έχοντας ως οδηγό το κείμενο που θα παρουσιαστεί στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο στην Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης στο Κολυμπάρι, δίπλα στην ιστορική μονή της Γωνιάς. Στην προσπάθειά μας αυτή θα χρησιμοποιήσουμε μία σειρά ερωτημάτων με κίνητρο τον προβληματισμό μας επί της εν γένει εκκλησιαστικής υπάρχουσας κατάστασης:

Το πρώτο χαρακτηριστικό, με μορφή ερωτήματος, έχει να κάνει με το “γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία συμμετέχει στους διαχριστιανικούς διαλόγους και γενικότερα στην Οικουμενική Κίνηση;”.[1] Το ερώτημα αυτό συνδέεται με την ίδια την αυτοσυνειδησία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως άλλωστε αποτυπώνεται στην πρώτη κιόλας παράγραφο του σχετικού κειμένου, σε συνδυασμό με το πώς αντιλαμβάνεται και βλέπει τους άλλους χριστιανούς. Και ενώ όλοι οι Ορθόδοξοι συμφωνούμε επί των βασικών εκκλησιολογικών χαρακτηριστικών, που η έτερη εκκλησία οφείλει να έχει, δεν συμφωνούμε ωστόσο στις πρακτικές συνέπειες που απορρέουν από αυτή τη συμφωνία. Το καίριο λοιπόν ερώτημα στο οποίο καλούμαστε ως Ορθόδοξοι να δώσουμε απάντηση, εμείς και όχι άλλοι, είναι το εξής: υπάρχει χώρος σ' εμάς για να δεχτούμε τους άλλους, όχι όπως εμείς θα τους θέλαμε να είναι, αλλά όπως αυτοί θέλουν ελεύθερα να αυτοπροσδιορίζονται; Επομένως το ερώτημα δεν έχει να κάνει τόσο με την έννοια του χώρου, όσο του τρόπου. Δηλαδή με άλλα λόγια πώς αποδέχομαι και πώς αναγνωρίζω τον μη Ορθόδοξο Χριστιανό;[2]

Πρόκειται περί ενός εξόχως σημαντικού, ευαίσθητου, αλλά και παράλληλα δύσκολου θέματος με επιτακτικά ερωτήματα, όπως λόγου χάρη πώς είναι δυνατόν να μιλάμε, χωρίς να αντιφάσκουμε, περί πολλών Χριστιανικών Εκκλησιών και παράλληλα για Μία, Αγία, Καθολική κ Αποστολική Εκκλησία την οποία την ταυτίζουμε με την Ορθόδοξη; Μήπως κατ' αυτόν τον τρόπο θεωρούμε την Ορθόδοξη Εκκλησία ως μία άλλη Εκκλησία, ή Ομολογία, μεταξύ των άλλων Εκκλησιών ή Ομολογιών;[3]  Όταν χρησιμοποιείται για τους άλλους ο όρος Εκκλησία, χρησιμοποιείται ως terminus technicus, ή όντως υπάρχει κάποια εκκλησιολογική υπόσταση και αναγνώριση πίσω από τη χρήση αυτή; Σε τελική ανάλυση υπάρχει χώρος στην Ορθόδοξη εκκλησιολογία, προκειμένου ν' αποδεχτούμε τους άλλους Χριστιανούς ή όχι;[4] Και αν ναι, ποιους; Ποια θα είναι τα τελικά κριτήρια βάσει των οποίων κάποιους θ' αποδεχτούμε και κάποιους θ' απορρίψουμε; Ποια είναι η εκκλησιολογική αρχή, η μεθοδολογία και η προοπτική πάνω στην οποία στηρίζουμε τον θεολογικό διάλογο με τις άλλες Χριστιανικές Εκκλησίες και Ομολογίες;[5] Με άλλα λόγια υπάρχει μία χριστιανική πραγματικότητα εκτός της Ορθοδοξίας για την οποία εμείς οι Ορθόδοξοι πρέπει να πάρουμε μία θέση συγκεκριμένη.[6] Το ίδιο πράγμα μπορούμε να το ρωτήσουμε και με την εξής μορφή: ποιος επιτέλους είναι ο εν Χριστώ αδελφός μου;[7] 

Συγκεκριμένα αναφέρεται στο κείμενο:

ΘΕΣΗ Α (παρ.1): “Η Ορθόδοξος Εκκλησία ούσα η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, εν τη βαθεία εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία αυτής πιστεύει ακραδάντως ότι κατέχει κυρίαν θέσιν εις την υπόθεσιν της προωθήσεως της ενότητας των Χριστιανών εντός του σύγχρονου κόσμου”.

ΘΕΣΗ Β (παρ.2): “Η Ορθόδοξος Εκκλησία έχει την αποστολήν και υποχρέωσιν ίνα μεταδίδη και κηρύττη πάσαν την εν τη Αγία Γραφή και τη Ιερά Παραδόσει αλήθειαν, ήτις και προσδίδει τη Εκκλησία τον καθολικόν αυτής χαρακτήρα”.

ΘΕΣΗ Γ (παρ.5): “Οι σύγχρονοι διμερείς θεολογικοί διάλογοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ως και η συμμετοχή αυτής εις την Οικουμενικήν Κίνησιν, ερείδονται επί της συνειδήσεως ταύτης της Ορθοδοξίας και βάσει της πίστεως και της παραδόσεως της αρχαίας Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων...”.

ΘΕΣΗ Δ (παρ.6): “Η Ορθόδοξος Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ' αυτής, αλλά και πιστεύει ότι αι προς ταύτας σχέσεις αυτής πρέπει να στηρίζωνται επί της υπ' αυτών όσον ένεστι ταχυτέρας και αντικειμενικωτέρας αποσαφηνίσεως του όλου εκκλησιολογικού θέματος και ιδιαιτέρως της γενικωτέρας παρ' αυταίς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ιερωσύνης και αποστολικής διαδοχής”.

                                                            ***

ΕΡΩΤΗΜΑ Α: Τι σημαίνει ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ' αυτής;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Η Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί, σύμφωνα με το κείμενο, τον φορέα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας αναγνωρίζοντας την ιστορική ύπαρξη των άλλων.[8] Τι σημαίνει αυτό; Η συγκεκριμένη αναγνώριση δεν σημαίνει ούτε αποδοχή, ούτε επιβεβαίωση της διδασκαλίας των άλλων εκ μέρους των Ορθοδόξων (βλέπε το κείμενο του Τορόντο 1950 και την αρχή της εκκλησιολογικής ουδετερότητας, όπως λέγεται, που επικράτησε έκτοτε).[9] Αναγνώριση σημαίνει ότι δεν καλλιεργείται πλέον κλίμα πόλωσης και εχθρικής έντασης στη μεταξύ μας σχέση, ενώ στον διάλογο που πραγματοποιούμε είμαστε ισότιμοι (παρ.18). Ισότιμοι όχι έναντι της αλήθειας, αλλά έναντι του τρόπου που διαλεγόμαστε. Η ισοτιμία στην περίπτωση αυτή σημαίνει ότι ως άνθρωποι, όπως όλοι είμαστε, έχουμε την ίδια δεκτικότητα έναντι της αλήθειας, όχι κατοχή της ίδιας αλήθειας.[10] Αναγνώριση επίσης σημαίνει θέληση και διάθεση για συνεργασία, κατανόηση και διάπλαση της εσχατολογικής αντίληψης των πραγμάτων, ώστε στη δυναμική αυτή κίνηση να συναντήσω τον άλλον. Αναγνώριση δεν σημαίνει αφανισμός, συγκερασμός, συγχώνευση ή αφομοίωση του ενός από τον άλλον.

Ένα άλλο στοιχείο που μπορεί κάποιος ν' αντλήσει από τους διμερείς επίσημους θεολογικούς διαλόγους, που διεξάγει η Ορθόδοξη Εκκλησία, πάντοτε σε σχέση με το κείμενο, είναι καταρχήν η αμοιβαία γνωριμία. Μετά από πολλούς αιώνες ακινησίας και μη άσκησης θεολογικού διαλόγου μεταξύ Ανατολής και Δύσης, η Χριστιανική Δύση έχει τη δυνατότητα να πληροφορηθεί για την αποστολικοπαράδοτη πίστη της Ορθοδόξου Εκκλησίας που διατήρησε μέσω της λατρείας, της μυστηριακής ζωής και της δογματικής της ακρίβειας και εμείς, ως Ορθόδοξοι, να γνωρίσουμε τους Χριστιανούς της Δύσης, όχι μέσα από εγχειρίδια και άρθρα, αλλά μέσα από την ίδια την πραγματικότητα.

Επιπλέον κρίνεται εκ των ων ουκ άνευ επιβεβλημένη η ξεκάθαρη διατύπωση της εκκλησιολογικής αρχής, της μεθοδολογίας και της προοπτικής βάσει των οποίων η Ορθόδοξη Εκκλησία προχωρά στη διεξαγωγή των θεολογικών διαλόγων με τους έτερους Χριστιανούς, ώστε ν' αποφευχθεί κάθε είδος παρεξήγησης και ο άλλος από έτερος να γίνει εταίρος στη μαρτυρική πορεία προς την ένωση. Γι' αυτό τον λόγο ορίζεται με σαφήνεια στο επίσημο κείμενο ότι οι θεολογικοί διάλογοι γίνονται επί τη βάσει της πίστεως και της παραδόσεως της αρχαίας Εκκλησίας των επτά Οικουμενικών Συνόδων της αδιαιρέτου Εκκλησίας. Επίσης η βάση της συνεργασίας μας σε οικουμενικό επίπεδο με τους άλλους εκκλησιαστικούς θεσμούς και φορείς είναι η πίστη στον Χριστό ως Θεό και Σωτήρα, η απόδοση της δόξης στον Τριαδικό Θεό και η μοναδικότητα στην αυθεντία της Αγίας Γραφής ως λόγος του Θεού.

                                                                    ***

ΕΡΩΤΗΜΑ Β (παρ.18): Μπορεί η Ορθόδοξη Εκκλησία να αποδεχτεί κάποια μορφή διομολογιακής προσαρμογής ή την αρχή του intercommunion ως τρόπο ενότητας;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Η αρχή του intercommunion, ή αλλιώς η ανοιχτή τράπεζα, που προβάλλεται από ορισμένες Προτεσταντικές Εκκλησίες ως τρόπος και μέθοδος, που θα διευκολύνει την ένωση βασισμένη στην αρχή ότι, η τράπεζα δεν είναι δική μας, αλλά του Κυρίου και συνεπώς θα έπρεπε να είναι ανοιχτή προς όλους, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ποτέ από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Το επιχείρημα αυτό δεν σημαίνει ότι ο οποιοσδήποτε και αδιακρίτως μπορεί να μετέχει στην τράπεζα του Κυρίου. Η Θεία Ευχαριστία απευθύνεται μόνο στην βαπτισμένη και μυστηριακώς ζώσα κοινότητα, ενώ ο καρπός της ευχαριστιακής ζωής απευθύνεται σε όλο τον κόσμο. Η Θεία Ευχαριστία προσφέρεται απ' όλη την κτίση, αλλά μόνο τα μέλη του Σώματος του Κυρίου, τα οποία είναι ενσωματωμένα σ' αυτό διά του βαπτίσματος, του χρίσματος και διά της εν γένει μυστηριακής ζωής εν Χριστώ, μπορούν να μετέχουν στα μυστήρια. Ωστόσο, σε τελική ανάλυση κανείς δεν μετέχει αξίως, ενώ ο Χριστός παραμένει ο μόνος Κριτής του κόσμου.[11] Τη μέθοδο λοιπόν της διά-κοινωνίας, το λεγόμενο intercommunion, πρέπει να το αντιλαμβανόμαστε όχι ως αιτία της αλλαγής του κόσμου, αλλά ως αποτέλεσμα της μεταμόρφωσης του κόσμου, λόγω της ευχαριστίας, της μαρτυρίας και της διακονίας της Εκκλησίας.[12] Τα ίδια εκκλησιολογικά κριτήρια ισχύουν και για την περίπτωση  της διομολογιακής φόρμουλας βάσει των οποίων απορρίπτεται από την Ορθόδοξη πλευρά.

                                                              ***

ΕΡΩΤΗΜΑ Γ (παρ.6 & 11): Γιατί είναι αναγκαίος ο δια-χριστιανικός και ο οικουμενικός διάλογος που διεξάγει η Ορθόδοξη Εκκλησία;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Η Ορθόδοξος Εκκλησία μέσω των διαλόγων προσφέρει οφειλετική μαρτυρία στους ετερόδοξους για τη σημασία και τη συνειδητοποίηση της ευθύνης για τη διαίρεση του χριστιανισμού, που έχει ως αποτέλεσμα την συνεχιζόμενη αποξένωση και την ομολογιακή σύγχυση. Ενώ παράλληλα ο διάλογος συμβάλλει τα μέγιστα στον τερματισμό της προπαγάνδας και του προσηλυτισμού. Σκοπός του διαλόγου δεν είναι η διαμόρφωση μίας κοινωνίας χωρίς συγκρούσεις, κάτι τέτοιο είναι ουτοπικό, αλλά η γέννηση μίας κοινωνίας η οποία θα γνωρίσει διά του Θεού την καταλλαγή.[13] Αν ο διάλογος παύσει, παρά τα προβλήματα και τις δυσχέρειες που έχει, τότε θ' αρχίσουμε ως Εκκλησίες να τρέφουμε ασυνείδητα τη μισαλλοδοξία,[14] τον φανατισμό, τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό,[15] την εγωκεντρικότητα, την αδιαφορία για τον πλησίον και εν τέλει την αδιαφορία για την εσχατολογική αναγέννηση των πάντων. Αναφέρεται στο μήνυμα των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών στις 9 Μαρτίου 2014: “Αναγνωρίζομεν ότι ο διάλογος τυγχάνει πάντοτε καλλίτερος της συγκρούσεως. Η αποχώρησις και η απομόνωσις ουδέποτε αποτελούν επιλογήν. Επαναβεβαιούμεν την υποχρέωσιν μας να διαλεγώμεθα προς τον άλλον, μετά των άλλων ανθρώπων, μετά των άλλων πολιτισμών, όπως και μετά των άλλων χριστιανών και των ανθρώπων άλλων θρησκευτικών πεποιθήσεων”.

Ο θεολογικός διάλογος βοηθά τους θεολόγους να αναλύσουν, μελετώντας τις πηγές, καλύτερα τις ιστορικές συνθήκες, όπου έλαβε χώρα το οριστικό σχίσμα μεταξύ ανατολής – δύσης, ώστε να γίνουν κατανοητές με ψυχραιμία οι ποικίλες θεολογικές τάσεις που αναπτύχθηκαν στον παγκόσμιο χριστιανισμό στα διάφορα θεολογικά - πανεπιστημιακά κέντρα, αλλά και συνάμα να δούμε με κριτική ματιά τις συνέπειες που προέκυψαν εξαιτίας του εκκλησιαστικού απομονωτισμού και της ψυχολογικής αποξένωσης του ενός από τον άλλον, έχοντας αρνητική προδιάθεση και πνεύμα καχυποψίας ο ένας για τον άλλον. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα η αίσθηση της εκκλησιαστικής αυτάρκειας, η εύκολη καταδίκη του άλλου εξαιτίας της διαφορετικότητας, χωρίς ανάλυση των πρωτογενών ιστορικών αιτιών, η συγκρότηση της εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας ότι η καθεμία Εκκλησία αποτελεί την Όντως Εκκλησία[16] και μία σειρά από άλλα θέματα τα οποία αποτελούν πραγματικά εμπόδια στη μεταξύ των Εκκλησιών επικοινωνία. Γι’ αυτό λοιπόν ο διάλογος βοηθά στην κατανόηση του τι είναι το υπερβολικόν και τι είναι το ελλιπές, έτσι ώστε να εργαστούμε στην αναζήτηση του μέτρου. Δεν θα κριθούμε μόνο για τους λόγους που είπαμε, αλλά και για την σιωπή που διατηρήσαμε τη στιγμή όμως που έπρεπε ως Ορθόδοξη Εκκλησία να μιλήσουμε με τόλμη και διάκριση, σύμφωνα με το πρότυπο του αγίου Μαξίμου Ομολογητή: “Μη κατ' αλλήλων επαιρώμεθα διά την περί ημάς ανισότητα, αλλά μάλλον σώφρονι λογισμώ την της ομοτίμου φύσεως ανωμαλίαν εξομαλίσωμεν, τας των άλλων ελλείψεις ταις ημών αυτών αναπληρούντες υπερβολαίς”.[17]

Αυτό λοιπόν που προέχει στη διεξαγωγή του θεολογικού διαλόγου δεν είναι η αντιδικία, η στείρα αντιπαράθεση, ή η ανάπτυξη παράλληλων μονολόγων, αλλά η καλλιέργεια της ικανότητας ν' ακούμε τον άλλον, όχι με την ιδιότητα του ακροατή, αλλά με την ιδιότητα του αδελφού που νιώθει βαθιά τον πόνο που βιώνει ο εν Χριστώ αδελφός εξαιτίας της διαίρεσης.[18] Δηλαδή να μπορούμε να αντιλαμβανόμαστε στην πράξη και όχι στην θεωρία τις συνέπειες της διχοτόμησης του ενός Σώματος του Κυρίου. Δεν μπορεί ν' αποτελεί σκάνδαλο η προσπάθεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου για ενότητα, και αντίστοιχα να μην αποτελεί σκάνδαλο η προσπάθεια κάποιων κύκλων να διατηρήσουν την υπάρχουσα εκκλησιαστική διαίρεση μεταξύ Ανατολής – Δύσης. Ποιο το όφελος; Ποιος χάνει και ποιος κερδίζει; Με άλλα λόγια πώς είναι δυνατόν ν' αποδεχόμαστε ως δεδομένο το καθεστώς της ακοινωνησίας τη στιγμή που η μυστηριακή μας ζωή και η λατρευτική μας παράδοση έχουν ως πυρήνα την έννοια της κοινωνίας; Ποια είναι η εσχατολογική μας διδασκαλία ως Ορθόδοξη Εκκλησία μέσα από την προοπτική της ενότητας; Η διαίρεση είναι ικανή να παράξει ζωή;[19]

 


[1] Μπαϊραχτάρη Α., Η επιδίωξη της συνύπαρξης. Οικουμένη – Οικολογία – Οικονομία, εκδ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2015, σελ. 27-72.

[2] Βλ. σχ. Πατριαρχικό Ευχολόγιο αριθμ.213, κωδ. Coislin, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισίων (με ημερομηνία 1027), στο J. Coar, Rituale Greacorum, Venetiis 1730, σελ. 694-695. Στο παραπάνω λοιπόν ευχολόγιο γίνεται η εξής διάκριση: α) μικροί αιρετικοί ή ετερόδοξοι - δεκτοί στην Ορθόδοξη Εκκλησία διά του αγίου μύρου, β) οι σχισματικοί – δεκτοί διά λιβέλλου πίστεως, γ) ετερόθρησκοι ή μεγάλοι αιρετικοί – δεκτοί διά βαπτίσματος.

[3] Τσομπανίδη Στ., Η συμβολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας και Θεολογίας στο Παγκόσμιο  Συμβούλιο Εκκλησιών, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2008, σελ. 215.

[4] Tanner M., “The significance of the Special Commission”, στο Grace in Ambudance,   Orthodox Reflections on the Way to Porto Alegre, εκδ. WCC, Geneva 2004, σελ. 117.

[5] Tsetsis G., “The Bilateral Dialogues of the Orthodox Church – Problems arising from theReception of their Agreed Statements”, στο Orthodoxes Forum, vol.2 (1995), σελ. 231-241.

[6] Μητροπολίτη Μύρων Χρυσοστόμου, Ορθόδοξοι Κατόψεις, τομ. Γ΄, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1991.

[7] Βλ., Λειτουργική Διακονία - Η κοινωνική αποστολή της Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο,εκδ. Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης, Χανιά 1981, σελ. 76.

[8] Πρβλ., Sabev Th. (ed.), The Sofia Consultation – Orthodox Involvement in the World Council of Churches, εκδ. WCC, Geneva 1982, σελ. 69: “Acceptance by the WCC of the funtamental principle that the Orthodox Church is not the same as its other member churches and that the local Orthodox Churches cannot be considered and treated simply as 'ecclesiastical bodies'...it does so not as one of the 'confessional families' of contemporary Christianity, but as the principal tradition of the One Church”.

[9] Εκ μέρους των Ορθοδόξων Εκκλησιών – μελών του Συμβουλίου υπήρξε έντονη αντίδραση στις εργασίες της Ζ΄ Γενικής Συνελεύσεως του Π.Σ.Ε. το 1991 στην Καμπέρρα σε μια ενδεχόμενη αλλαγή της εκκλησιολογικής βάσεως του Συμβουλίου, που διατυπώθηκε στο Τορόντο (1950). Αναφέρεται συγκεκριμένα στην δήλωση των Ορθοδόξων: “Οι Ορθόδοξοι διαισθάνονται ότι το ΠΣΕ απομακρύνεται εκ της Δηλώσεως του Τορόντο μέσω ωρισμένων προγραμμάτων και μεθοδολογιών του. Δι' ημάς, η Δήλωσις του Τορόντο παραμένει ως εν ουσιαστικόν κριτήριον διά την συμμετοχήν ημών ως μέλους εις το ΠΣΕ. Πάσα ενδεχόμενη αναθεώρησις της Δηλώσεως του Τορόντο υπό το φως της εμπειρίας των τεσσαράκοντα ετών εις την Οικουμενικήν Κίνησιν, δέον όπως μη υπονομεύση το βασικόν τούτον κριτήριον ή έλθη εις αντίθεσιν προς αυτό”. Βλ., Η Ζ΄ Γενική Συνέλευση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών- Χρονικό, Κείμενα, Αξιολογήσεις, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1992, σελ. 98-99. Πρβλ., “The Church, the Churches and the World Council of Churches”, στον συλλογικό τόμο The Ecumenical Movement – An Anthology of Key texts and Voices, εκδ. WCC, Geneva 2002, σελ. 463-469. Πρβλ., W. A. Visser t' Hooft, The Genesis and Formation of the World Counicl of Churches, εκδ. WCC, Geneva 1982, σελ. 70-85.

[10] όπ. παρ., Τσομπανίδη Στ., Η συμβολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας και Θεολογίας στο Παγκόσμιο  Συμβούλιο Εκκλησιών, σελ. 217.

[11] Bria I. (ed.), Go forth in Peace – Orthodox Perspectives on Mission, εκδ. WCC, Geneva 1986, σελ. 70-72.

[12] Βασιλειάδη Π. (επιμ.), Ορθόδοξη Θεολογία και Οικουμενικός Διάλογος, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2005, σελ. 102.

[13] Bairactaris A., “Ecumenical Dialogue: A Necessity of our era and the inner source of the renewal”, στο The Ecumenical Review, vol.62.3 (2010), σελ. 302-307. Εδώ βλ. σελ. 303.

[14] Πέτρου Ι., Πολυπολιτισμικότητα και Θρησκευτική Ελευθερία, εκδ. Βάνιας, 2005, σελ.103-125.

[15] Μπαϊραχτάρη Α., Θεολογία και Θρησκευτικός πλουραλισμός σε ένα σύγχρονο κόσμο, εκδ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2015, σελ. 45-51. Πρβλ., Ι. Μ. Δημητριάδος – Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών, Ισλάμ και Φονταμενταλισμός Ορθοδοξία και Παγκοσμιοποίηση, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2006.

[16] Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η θέση μεταξύ άλλων του Δημητρόπουλου που έγραφε στις αρχές της Οικουμενικής Κίνησης: “Εκ τούτων συμπεραίνεται αδιαφιλονικήτως ότι εκ των νυν πολλών Εκκλησιών, μόνον η Ανατολική Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία είναι η Εκκλησία, διότι αυτή μόνη αποτελεί αδιάκοπον συνέχειαν της αρχαίας μιάς και αδιαιρέτου Εκκλησίας και ταυτίζεται απολύτως κατά τε το περιεχόμενο, την σύστασιν και την πίστιν προς αυτήν. Αι άλλαι Εκκλησίαι πάσαι, απ' αυτής εκουσίως αποκοπείσαι, ένεκεν απομακρύνσεως αυτών από την ορθήν πίστιν, ημπορούν να λέγονται εκκλησίαι, αλλ' ουδεμία τούτων είναι η Εκκλησία”. Βλ., Δημητρόπουλου Π., “Η Ορθόδοξος Εκκλησία και η Οικουμενική Κίνησις”, ανάτυπο από το Εκκλησιαστικό Βήμα, τ.111-116, Αθήνα 1958, σελ. 17.

[17] Μαξίμου Ομολογητού, PG 91, 1105B.

[18] Φλωρόσφκυ Γ., Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, εκδ. Άρτος Ζωής, Αθήνα 1989, σελ. 214 - 215.

[19] Αναφέρει σχετικά ο καθ. Νικόλαος Ματσούκας: “Ακόμη και στη σημερινή σχισματική κατάσταση του εκκλησιαστικού σώματος και στις Α ή Β δογματικές αποκλίσεις, σε ορισμένες εκκλησιαστικές κοινότητες, οι Εκκλησίες, καθώς συναντιούνται στο διάλογο μπορούν με τη σημερινή εμπειρία να προβάλλουν την κοινή αυτοσυνειδησία ότι συνεχίζουν να είναι μέλη της μίας Εκκλησίας”. Βλ. Ματσούκα Ν., Οικουμενική Θεολογία. Έκθεση της χριστιανικής πίστης. Προϋποθέσεις ενός οικουμενικού διαλόγου, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 349.