Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΩΝ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

4 Απριλίου 2016

Ιωάννου Λότσιου

Στην παράγρ. 14 του ''Kανονισμού Οργανώσεως και Λειτουργίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθόδοξου Εκκλησίας'',[1] που καθορίζει το πλαίσο της συγκροτήσεως και λειτουργίας της και που εγκρίθηκε από την Σύναξη των Προκαθημένων στην Γενεύη, αναφέρεται η δυνατότητα υπάρξεων ''Παρατηρητών''.
Αναφέρει συγκεκριμένα ότι:"Παρατηρηταί ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν ἤ Ὁμολογιῶν, ὡς ἐπίσης στελέχη ἄλλων χριστιανικῶν ὀργανώσεων, παρίστανται εἰς τήν ἔναρξιν καί τήν λῆξιν τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου, ἄνευ δικαιώματος λόγου ἤ ψήφου''. Η ύπαρξη και η δυνατότητα των Παρατηρητών είναι άνευ ''ειδικής'' προσκλήσεως από τον Κανονισμό, και αφήνεται στην συνείδηση κάθε Εκκλησίας, Ομολογίας και Χριστιανικών Οργανώσεων να αποστείλουν, εφ΄ όσον το επιθυμούν, ορισμένους Παρατηρητές. Ο θεσμός των ''Παρατηρητών'', αποτελεί πράξη και της Β' Βατικανής Συνόδου.[2] Οι ''Παρατηρητές'' δεν είναι πάντοτε πλήρη μέλη συμμετοχής σε μια διάσκεψη ή σύνοδο. Αναφέρονται στο πλαίσιο του σύγχρονου Οικουμενικού διαλόγου τους απαραίτητους εκείνους δεσμούς θέσεων και άμεσων τοποθετήσεων, μιας δυναμικής μορφής διαλόγου με τους άλλους.[3] Για την αποδοχή ή μη των Παρατηρητών στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο εν σχέση με την Β' Βατικάνειο σχολιάζει ο Radu Bordeianu.[4] Υπενθυμίζει ότι απο το 1961 στην Α' Πανορθόδοξη Συνδιάσκεψη στη Ρόδο, κατόπιν επιμονής του Πατριαρχείου της Ρωσίας για κοινή στάση απο όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες έναντι των άλλων, ηταν άμεσα συνδεδεμένο και με το θέμα της αποστολής Παρατηρητών στην Β' Βατικάνειο. Όπως παρατηρεί ο ίδιος η Εκκλησία της Ρωσίας και ορισμένες άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες είχαν αρνητική θέση, έναντι του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των Ελληνικών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Το 1962, όπως αναφέρει ο ίδιος, πριν την έναρξη της πρώτης συνοδικής περιόδου, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανακοίνωσε την μη αποστολή ορθοδόξων παρατηρητών, λόγο έλλειψης συναίνεσης. Το Πατριαρχείο της Ρωσίας όμως είχε αποστείλει μονομερώς παρατηρητές. Κατα την δεύτερη συνοδική περιόδο όμως ο Οικουμενικός Πατριάρχης θα αποστείλει προσωπικό αντιπρόσωπο. Κατα την τρίτη και τέταρτη συνοδική περίοδο της Β' Βατικανείου Συνόδου, το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα αποστείλει επίσημους πλέων παρατηρητές. Το θέμα αυτό πλέων συμπεριλήφθηκε στον κανονισμό.
Σύμφωνα πάλι με τον Κανονισμό της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου οι Παρατηρητές δεν εκφράζουν και δεν αντικαθιστούν της Εκκλησίες και Ομολογίες από όπου προέρχονται, γι' αυτό και κάθε είδους "απολογίας ή καταδίκης'', περί αιρετικών φρονημάτων δεν υφίσταται. Η δυσκολία στην αποδοχή ή απόρριψη των ''Παρατηρητών'' βρίσκεται βέβαια μέσα στην προβληματική περί του χαρακτήρα και της σημασίας της Συνόδου αυτής.[5] Η Σύνοδος καλείται ''Αγία και Μεγάλη Σύνοδος'', ή δευτερευόντως ''Πανορθόδοξη',' και όχι ''Οικουμενική''. Εάν η εξαγγελία της Συνόδου ήταν ως ''Οικουμενική'', τότε θα έπρεπε να συμμετέχει ολόκληρος ο Χριστιανικός Κόσμος, ειδικότερα τουλάχιστον η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Οι ''Παρατηρητές'' επίσης δεν έχουν δικαίωμα ψήφου ή λόγου. Η παρουσία τους δηλώνει ένα οικουμενικό άνοιγμα προς τους εταίρους του Διαλόγου. Αξιοσημείωτος είναι η παρατήρηση του Paul L. Gavrilyuk[6] για την σχέση της ''Οικουμενικότητας'' της Πανορθοδόξου. Χωρίς την συμμετοχή Παπικής Αντιπροσωπείας δεν μπορεί να είναι οικουμενική. Το σχίσμα Ανατολής και Δύσης επίσης δεν προοσφέρει αυτή την δυνατότητα και περισσότερο θέτει την αξία των λεγομένων ''Οικουμενικών Συνόδων'' της Δύσης κατα την β' χιλιετία ως Γενικές ή Τοπικές Σύνοδοι της Δύσης. Γι' Αυτό και η Πανορθόδοξη δεν μπορεί να συγκαταριθμηθεί ως 9ην Οικουμενική Σύνοδο. Συνεχίζει ο ίδιος να επισημαίνει ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο προβαίνει στις απαραίτητες διαδικασίες εξασφάλισης μιας διορθόδοξης ενότητας και συνοδικότητας, αρχικώς θα υπάρχουν Παρατηρητές απόπλευράς Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και όταν θεραπευτούν οι αιτίες του σχίσματος,τότε και μόνον θα είναι ως Αντιπροοσωπεία με δικαίωμα ψήφου.
Σύμφωνα και με την Έκθεση Πεπραγμένων[7] του Μητροπολίτη Ηλείας κ. Γερμανού, της Αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο αριθμός των Παρατηρητών, καθορίζεται ως εξής:


α)Δύο εκ της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας,
β) Εις εκ της Κοπτικής Εκκλησίας,
γ) Εις εκ της Εκκλησίας της Αιθιοπίας,
δ) Εις εκ της Αρμενικής Εκκλησίας του Ετσμιατζίν,
ε) Εις εκ του Καθολικοσάτου της Κιλικίας,
ς) Εις εκ της Συροϊακωβιτικής Εκκλησίας,
ζ) Εις εκ της Αγγλικανικής Εκκλησίας,
η) Ο Αρχιεπίσκοπος των Παλαιοκαθολοκών της Ενώσεως της Ουτρέχτης,
θ) Εις εκ της Παγκοσμίου Λουθηρανικής Ομοσπονδίας
ι) Ο Γενικός Γραμματεύς του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και ο Διευθυντής της Επιτροπής Πίστις και Τάξις του αυτού Συμβουλίου,
ια) Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Εκκλησιών,
ιβ) Ο Γενικός Γραμματεύς του Συμβουλίου Εκκλησιών Μέσης Ανατολής ,
ιγ) Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Ευαγγελικής Εκκλησίας της Γερμανίας''. Για τους Ουνίτες και Αγγλικανούς θα δωθούν ειδικές προσκλήσεις σε συγκεκριμένα πρόσωπα, για την αποφυγή παρεξηγήσεων, π.χ. την αποφυγή γυναικών αγγλικανών επισκόπων.Συγχρόνως η Γραμματεία της Συνόδου έχει υπό την ευθύνη της την ενημέρωση των Παρατηρητών. Στην παράγρ. 7 αναφέρεται ότι η Γραμματεία της Συνόδου οφείλει να παρέχει: ΄΄...τήν κατάλληλον πληροφόρησιν τῶν παρισταμένων Παρατηρητῶν τῶν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν ἤ Ὁμολογιῶν διά τῆς ἐπιδόσεως τῶν σχετικῶν φακέλων ἐπί τῶν θεμάτων τῆς ἡμερησίας διατάξεως τῆς Συνόδου....".


Η Εκκλησιολογική αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στο Κείμενο-Σχέδιο προς έγκριση ''Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν Χριστιανικόν κόσμον,''[8] ότι αποτελεί την Μίαν Αγίαν Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν (Παρ. 1) και η αναγνώριση της ''ιστορικής πραγματικότητας των Εκκλησιών και Ομολογιών'' (Παρ. 6), ανά πάσαν την Οικουμένην, συνιστά ένα εκκλησιολογικό κριτήριο. Η αναφορά σε ''Εκκλησίες και Ομολογίες,'' συγχρόνως διακρίνει και δείχνει τον τρόπο και τις σχέσεις της με τον υπόλοιπο Χριστιανικό κόσμο.Πάνω στην διάκριση ''Εκκλησίες-Ομολογίες'', υπάρχουν διαφορετικές εκκλησιολογικές τοποθετήσεις επάνω ακριβώς στην συμμετοχή στον θεολογικό διάλογο. Οι ''Ομολογίες'', αν και χρησιμοποιούν τον όρο ''Εκκλησία'' για το εαυτό τους, διατηρούν ορισμένα εκκλησιαστικά στοιχεία, αλλά έχουν και κύριο γνώρισμα την αναζήτηση της ορατής ενότητας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, σύμφωνα με το Κείμενο-Σχέδιο, δεν είναι μια Ομολογιακή Εκκλησία, μια ομολογία ανάμεσα στις πολλές. Στην θέση της αυτή επίσης δεν αποδέχεται μια ισότητα των Ομολογιών.[9] Οπωσδήποτε, η άγνοια ή αποστορφή, ακόμα και αυτή η άρνηση παρουσίας παρατηρητών, θα σήμανε για την ίδια την Ορθοδοξία, με τα σημερινά δεδομένα, μια εσωστρέφεια. Ήδη διεξάγει Θεολογικό Διάλογο με τις περισσότερες Εκκλησίες και Ομολογίες και συμμετέχει στους Διεθνείς Οργανισμούς, όπως είναι το ΠΣΕ. Θεολογικοί Διάλογοι που δεν έφθασαν ακόμα στο τέλος τους. Η ''αποκατάσταση της ενότητας'', δεν είναι για την ίδια την Ορθόδοξη Εκκλησία μια ιδεαλιστική ή ουτοπική πραγματικότητα και περισσότερο μια ξερή κανονιστική πράξη, όπως ίσως την κατανοούν ορισμένοι. Η αποκατάσταση δεν αναφέρεται σε μια ''επιστροφή'' των άλλων Εκκλησιών και Ομολογιών, αλλά στην κοινωνία και στην ομολογία της κοινής Αποστολικής Πίστης, διατηρώντας συγχρόνως και ορισμένα ιδιαίτερα γνωρίσματα, που ακόμα και στον ορθόδοξο χώρο διαπιστώνονται. Η ''αποκατάσταση'' αυτή, όχι σε απαρχαιωμένες πλέων πρακτικές αλλά με δεδομένο το σήμερα, τονίσθηκε όλος ιδιαιτέρως ήδη στην Γ' Γενική Συνέλευση του ΠΣΕ στο Νέο Δελχί το 1961, στην Συμβολή των Ορθοδόξων, ως εξής: ''Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία προθύμως μετέχει εἰς τὸ κοινὸν τοῦτο ἔργον ὡς ἡ μάρτυς, ἡ ὁποία διετήρησε συνεχῶς τὸν θησαυρὸν τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καὶ παραδόσεως. Δὲν ἀντιμετωπίζεται βεβαίως στατικὴ ἀποκατάστασις παλαιῶν μορφῶν, ἀλλὰ μᾶλλον δυναμικὴ ἀνανέωσις τοῦ ἀειθαλοῦς ἤθους, τὸ ὁποῖον μόνον δύναται νὰ ἐξασφαλίση τὴν ἀληθῆ συμφωνίαν ὅλων τῶν αἰώνων. Οὔτε πρόκειται περὶ ἀκάμπτου ὁμοιομορφίας, ἀφοῦ αὐτὴ ἡ πίστις καθ’ ἑαυτὴν μυστηριώδης ἐν τὴ οὐσία της καί της καὶ ἀνεξιχνίαστος ἐν τὴ ἐπαρκεία τῶν μορφῶν τοῦ ἀνθρωπίνου λογικοῦ, δύναται νὰ ἐκφρασθῆ ἀκριβῶς κατὰ διαφόρους τρόπους''.[10]
Το ΠΣΕ, αν και δεν έχει αξιώσεις αναγωγής του σε Εκκλησία, έχει σημαίνοντα λόγο στις σχέσεις μεταξύ των εκκλησιών και του διαλόγου και περισσότερο με το θέμα της αναζήτησης της ορατής ενότητας. Περισσότερο, και εξαιτίας του γεγονότος ότι οι περισσότερες Ορθόδοξες Εκκλησίες είναι μέλη του ΠΣΕ, είναι αναγκαία και χρήσιμη η ύπαρξη παρατηρητών του, για την επίδραση και κατανόηση της σημασίας της Συνόδου. Οπωσδήποτε, οι ''Παρατηρητές'' στην ''Αγία και Μεγάλη Σύνοδο'' έχουν καθαρά διεκκλησιαστικό χαρακτήρα και χαρακτήρα ενημερώσεως, μακριά από κάθε είδους επίπλαστης και εσκεμμένης παρουσίασής τους ως νόθευσης της συνοδικότητας και της πίστεως της. Δια μέσου των κατ΄ιδίαν συζητήσεων των ''Παρατηρητών'' με τα μέλη της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και της Γραμματείας θα αποσαφηνίζουν και θα διευκρινίζουν την κατανόηση των Κειμένων, άλλωστε βρίσκονται και οι ίδιοι σε ένα ανομοιογενές εκκλησιολογικό υπόβαθρο. Περισότερο η θέσης των ''Παρατηρητών'' δίνει ένα έναυσμα οικουμενικού ενδιαφέροντος, απο ότι θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, ως μια Διορθόδοξη υπόθεση. Για την ίδια την Σύνοδο θα έχει καθοριστική σημασία στην διαδικασία κατανόησης του μηνύματος που θα απευθύνει στον Κόσμο γενικότερα.

 


[1] Στο διαδύκτιο, http://www.amen.gr/article/kanonismos-organoseos-kai-leitourgias-tis-agias-kai-megalis-synodou-tis-orthodoksou-ekklisias (28/1/2016).

[2] Στο ''The 2016 Pan-Orthodox Council and Ecumenical Relations'', στο Public Orthodoxy, A publication of the Orthodox Christian Studies Center of Fordham University, στο διαδύκτιο, http://publicorthodoxy.org/2015/10/30/the-2016-pan-orthodox-council-and-ecumenical-relations/.

[3] Gilian R Evans,  Method in ecumenical theology: the lessons so far, Cambridge [u.a.]: Cambridge Univ. Press, 1996, 159-160.

[4] Βλέπε περισσότερα, Christopher Thomas Washington, The participation of non-Catholic Christian observers guest and fraternal delegates at the Second Vatican Council and Synods of Bishops, “Tesi Gregoriana” Teologia 213, Roma 2015. Thomas Stransky ''The Observers at Vatican Two. An Unique Experience of Dialogue'', στοCentro Pro Unione, 63 (2003), σ. 8-15. Donald W. Norwood, The Impact of Non-Roman Catholic Observers at Vatican II'', στο Ecclesiology, 10 (2014), σ.293-312.  Για την σημασία των Παρατηρητών στην Β' Βατικάνειο Σύνοδο εξ απόψεως ορθοδόξου βλέπε τον σχολιασμό του αειμν. Μητροπολίτου Εφέσου Χρυσοστόμου Κωνσταντινίδου στο ''Η ''Οικουμενική Σύνοδος'' της Ρώμης και Ημείς'', στο Ορθόδοξοι Κατόψεις, τόμος Γ' Διαχριστιανικαί Σχέσεις, Θεολογικοί ΔΙάλογοι πορεία προς Ενότητα, εκδ. ''Τέρτιος'' Κατερίνη 1991, σ.207-213.

[5] Στο ''The Three Possible Outcomes of the Future Pan-Orthodox Council (a working paper)'', στο διαδύκτιο, https://www.academia.edu/20648991/The_Three_Possible_Outcomes_of_the_Future_Pan-Orthodox_Council_a_working_paper_. 

[6] Πρβλ. H. Chadwick, ''The Origin of the tilte Oecumenical Council'', στο The Journal of Theological Studies, 23 1 (1972), σ. 132-135.  

[7] Στο ''ΕΚΘΕΣΙΣ Πεπραγμένων της Συνάξεως των Προκαθημένων των Ορθοδόξων αγίων Εκκλησιών. Γενεύη από 22-28 Ιανουαρίου 2016. Εντολή ΔΙΣ :Αριθμ.Πρωτ. 55/13-1-2016'', στο διαδύκτιο, Ιερά Μητρόπολη Ηλείας, http://www.imilias.gr/enimerosi-eidiseis/eidiseis/598-2016-02-24-06-42-31.html.

[8] Στο διαδύκτιο, http://www.amen.gr/article/sxeseis-tis-orthodoksou-ekklisias-pros-ton-loipon-xristianikon-kosmon (28/1/2016). βλέπε και τις θέσεις του π. Εμμανουήλ Κλάψη, ''The Orthodox Church and the other Christian churches'', στο διαδύκτιο http://www.goarch.org/ourfaith/other-christian-churches.

[9] Πρβλ. τις απόψεις του  Barry Ensign-George, “Denomination as Ecclesiological Category: Sketching an Assessment”, στο Denomination: Assessing an Ecclesiological Category, edited by Paul M. Collins and Barry Ensign-George, London: T & T Clark International, 2011, σ. 7 –15.

[10] KONIDARIS, G., ‘‘The Orthodox Contribution in the Section of Unity in New Delhi, introductory note’’, στοΘεολογία, 33 (1962), σ. 183-187. βλέπε και του ιδίου, ‘‘Η Θέσις της Ορθοδοξίας εις την Οικουμενικήν Κίνησιν, αίτια της Διαιρέσεως της Εκκλησίας και Ενότης κατά τον Κ’ αιώνα, Μελέτη Δοκίμιον Ιστορικόν και Κριτικόν’’, στοΕκκλησιαστικός Φάρος, 52 (1970), σ. 327-342. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ν., ‘‘Έννοια και Ουσία της Εκκλησίας κατά τας Συγχρόνους Οικουμενικάς Ζυμώσεις’’, στο Γρηγόριος  Παλαμάς,  51 (1968), σ. 564-576.